- παλαιετής
- παλαιετής, -ές (Α)(κατά τον Ησύχ.) παλαιός ως προς την ηλικία, γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -ετής (< έτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιετής — old in years masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek